Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ

Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ
(Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού ινστιτούτου της Ιένα. Ήταν ένας από τους πρώτους και θερμότερους οπαδούς της θεωρίας του Δαρβίνου. Ο X. κατήρτισε πρώτος γενεαλογικό δένδρο των ζώων και στο 4o Διεθνές Συνέδριο Ζωολογίας, που συγκλήθηκε στο Κέμπριτζ το 1898, ανέπτυξε τη θεωρία του για την καταγωγή του ανθρώπου, που ταυτιζόταν με αυτήν του Δαρβίνου. Μεταξύ των άλλων υποστήριζε πως ο πιθηκάνθρωπος ο όρθιος ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των πρωτόγονων ανθρώπων και των ανθρωποειδών πιθήκων. Παράλληλα επιχείρησε να εφαρμόσει τη θεωρία της εξέλιξης στα προβλήματα της φιλοσοφίας και της θρησκείας, υπογραμμίζοντας την ουσιώδη ενότητα του υλικού και πνευματικού κόσμου (μονισμός). Ο X. θεωρούσε εξάλλου ότι η ψυχολογία είναι κλάδος της φυσιολογίας και ότι και ο απλούστερος οργανισμός έχει την ψυχική του ζωή. Αρνιόταν κατηγορηματικά την αθανασία της ψυχής, την ελευθερία της βούλησης και την ύπαρξη του Θεού. Aν και δεν κατέχει σπουδαία θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, επηρέασε ωστόσο για αρκετό χρονικό διάστημα τη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη. Έγραψε αρκετά επιστημονικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Συστηματική φυλογονία, 0 μονισμός και Η καταγωγή του ανθρώπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”